προπρύτανης

προπρύτανης
ο, Ν
ο προηγούμενος πρύτανης, ο πρύτανης τού προηγούμενου ακαδημαϊκού έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πρύτανης. Η λ., στον λόγιο τ. προπρύτανις, μαρτυρείται από το 1837 στους Ἑλληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προπρύτανης — ο ο πρύτανης της προηγούμενης περιόδου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”